παρακαλοῦν

παρακαλοῦν
παρακαλέω
call to
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
παρακαλέω
call to
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
παρακαλέω
call to
fut part act masc voc sg (attic epic doric)
παρακαλέω
call to
fut part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
παρακαλέω
call to
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
παρακαλέω
call to
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αραίος — ἀραῑος, α, ον και ος, ον (Α) [αρά] 1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν 2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες 3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος …   Dictionary of Greek

  • Αχιλληίς ή διήγησις περί του Αχιλλέως — Τίτλος ποιήματος, που ανήκει στην ενότητα της ακριτικής μας ποίησης ή της ποίησης πριν από την Άλωση. Σώζεται σε τρεις παραλλαγές, γραμμένες σε δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους, σε γλώσσα μεικτή, από δημοτικούς στίχους και αρχαϊκά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”